- δροσισμός
- ο (AM δροσισμός)ελαφρά ύγρανση, δροσιάμσν.- νεοελλ.1. το ξεδίψασμα2. ανακούφιση, ευχαρίστηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δροσισμοῦ — δροσισμός exposure to dew masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσισμέ — δροσισμός exposure to dew masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσισμῶν — δροσισμός exposure to dew masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δροσισμῷ — δροσισμός exposure to dew masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόσισμα — το (Μ δρόσισμαν) ο δροσισμός … Dictionary of Greek